Όσο ο ήλιος έκαιγε και η αναζήτηση σκιάς ήταν το μοναδικό που μπορούσε να μας σώσει, προσωρινά, βέβαια, καθώς μετά θα πέφταμε στα χέρια του Τέρατος, η 3η ημέρα (και 2η μεταλλική) του φετινού ROCKWAVE FESTIVAL άνοιγε στο Vibe Stage με τους ROLLIN’ DICE, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους ένα διόλου ευκαταφρόνητο 45λεπτο, για να μας παρουσιάσουν τραγούδια από το ντεμπούτο τους “Way To The Sun”, μαζί με μια διασκευή στο “I Want You (She’s So Heavy)” των Beatles.
Το αθηναϊκό τρίο μας ταξίδεψε στα τέλη των 60s – αρχές 70s και στη σπουδαία βρετανική επιδρομή από Sabbath, Zeppelin και Purple, η οποία γέννησε το heavy metal μέσα από την κληρονομιά των blues, όμως ήταν δεδομένο ότι το ακροατήριό εκείνες τις καυτές ώρες θα ήταν περιορισμένο.
Ο ίδιος παράγοντας ίσχυε και για τους W.E.B., οι οποίοι παρόλα αυτά έμειναν πιστοί στο σόου με το οποίο συνοδεύουν τις εμφανίσεις τους, ανεβαίνοντας στη μικρή σκηνή με τις γνωστές gothic στολές, το ανάλογο make-up και ακόμα και καπνογόνα να ανάβουν στο εναρκτήριο “Morphine for Saints”.
Η μεσημεριανή σιέστα τραντάχτηκε για ένα ημίωρο, όσο οι Αθηναίοι παρουσίαζαν κομμάτια κυρίως από το “Tartarus” του 2017, όπως το ομώνυμο και το “Thanatos Part I – Golgotha”, έχοντας καλό ήχο και μια γενικότερη παρουσία που μόνο ως εξαιρετική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Από την άλλη, περιμέναμε ότι οι MONUMENT θα παίξουν καλή μπαλίτσα στη μεγάλη σκηνή, ίσως, όμως, όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, καθώς την ώρα που τα πράγματα κινούνταν νωχελικά ελέω ζέστης, αυτοί έφτιαχναν τον δικό τους πυρήνα οπαδών, οργώνοντας για 50 λεπτά το stage, πραγματοποιώντας την πιο “μεϊντενική” εμφάνιση του 2ημέρου, εξαιρουμένων φυσικά των ίδιων των θρύλων, και ανανεώνοντας το ραντεβού για δύο headline εμφανίσεις, όπως οι ίδιοι αποκάλυψαν.
Άλλωστε, είναι φανερό ότι οι Λονδρέζοι – με τον ελληνικής καταγωγής frontman Peter Ellis - έχουν λιώσει οτιδήποτε αποτυπώνει τις στιγμές από τα 80s, όμως πέραν τούτου, είναι τα εντελώς συναυλιακά τους τραγούδια αυτά που σε εξιτάρουν, σαν το “Hellhound”, το “Carry On”, το “Fatal Attack”, το “Attila” και το “Lionheart”.
Επιστροφή, εν συνεχεία, στο Vibe Stage για λογαριασμό των RAVEN AGE, των οποίων το μοντέρνο metal επίσης ακούγεται πολύ ευχάριστα ζωντανά.
Με συνεχή κίνηση πάνω στη σκηνή και κορυφαίες στιγμές του 60λεπτου σετ το “Promised Land” και το “Surrogate”, οι Βρετανοί έδειξαν πως δεν είναι μόνο η παρουσία του George Harris, γιου του Steve Harris, αυτή που τους έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή σε μεγάλα events, αλλά και η ίδια τους η αξία. Μακάρι να τους ξαναδούμε σύντομα.
Με τη σειρά τους, αυτή την ευχή μας δημιούργησαν και οι TREMONTI με την ωριαία τους εμφάνιση και το thrash meets alternative ύφος τους.
Το γκρουπ του Mark Tremonti, γνωστού από τους Alter Bridge και τους Creed, παρουσίασε τραγούδια σαν το “You Waste Your Time”, το “Radical Change”, το “Throw Them to the Lions”, το “A Dying Machine” και το “Wish You Well”, ξεσηκώνοντας τον κόσμο που ήδη είχε αρχίσει να συσσωρεύεται μαζικά στο Terra Stage.
Από την άλλη, το κλείσιμο του Vibe Stage για φέτος θα γινόταν από τους διαβόητους VOLBEAT, οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει ένα νέο ιδίωμα, το “διασκεδαστικό metal”, μιας που ανακατεύουν χαρακτηριστικά του σκληρού ήχου με το rock and roll και το rockabilly, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Metallica τους είχαν δύο φορές στο πλευρό τους, το 2009 και το 2017, όπως και το ότι όπου παίζουν προκαλείται χαμούλης, οπότε επιτέλους είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε και στην Αθήνα και θα έλεγα ότι το ευχαριστηθήκαμε και με το παραπάνω.
Ο παλμός που δημιουργήθηκε απευθείας στο κοινό με το εναρκτήριο ριφ του “The Devil’s Bleeding Crown”, δεν σταμάτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του χορταστικού 75λεπτου σετ των Δανών, οι οποίοι έδειξαν ότι μπορούν άνετα να σηκώσουν το βάρος ακόμα και headline shows σε οποιοδήποτε φεστιβάλ.
Οι Volbeat παρουσίασαν ακόμα, μεταξύ άλλων, τα “Heaven nor Hell”, “A Warrior’s Call” και “I Only Wanna Be With You” (διασκευή από Dusty Springfield) σε medley, το “The Lonesome Rider”, το “Slaytan”, το “Dead But Rising”, το “For Evigt”, το “16 Dollars”, το “Seal the Deal” και το “Still Counting”, οπότε αυτό που μένει τώρα, είναι η ερώτηση πότε θα τους ξαναδούμε από τα μέρη μας.
Τώρα, όσον αφορά τους IRON MAIDEN, τι ακριβώς να αναφέρεις που να μην έχει ειπωθεί από το 1982 και έπειτα, όταν η αλλαγή του Paul Di’Anno με τον Bruce Dickinson έμελλε όχι απλά να επαναπροσδιορίσει τον χάρτη της μουσικής, αλλά να σχεδιάσει έναν ολοκαίνουριο.
Άλλωστε, τα θεμέλια της συγκεκριμένης περιοδείας “Legacy of the Beast” έχουν χτιστεί γύρω από τα - μυθικά για τους Maiden - 80s, κυρίως, δε, πάνω στην ανεπανάληπτη τριλογία των “The Number of the Beast”, “Piece of Mind” και “Powerslave”.
Μπορεί η επιστροφή τους στην Αθήνα να άργησε 7 χρόνια και… μισή ώρα, μιας που αρκετός κόσμος επέλεξε, ως συνήθως, να ξεκινήσει πολύ αργότερα από όσο θα έπρεπε για τη συναυλία, κάτι που έφερε ατελείωτο κομφούζιο στους δρόμους που οδηγούσαν στο TerraVibe, με αποτέλεσμα το live να καθυστερήσει να ξεκινήσει, όταν, όμως, από τα ηχεία ακούστηκε το “Doctor Doctor”, όλα είχαν πλέον δρομολογηθεί. Δεν γλιτώναμε από το Τέρας, ούτε στην άλλη μας ζωή.
“Churchill’s Speech” και “Aces High”, όπως όταν τα πρωτακούσαμε στο ανεπανάληπτο “Live After Death” του 1985 (χρονομηχανή για Long Beach Arena τώρα!), το Spitfire να εμφανίζεται και να προκαλεί παροξυσμό, πυρσοί να ανάβουν και να μη σταματούν για την επόμενη 1 ώρα και 45 λεπτά, τα σεκιούριτι και οι διασώστες να θυμίζουν αποικία μυρμηγκιών με δουλειά δίχως σταματημό.
Ο Bruce Dickinson να τρέχει και να ανεβοκατεβαίνει δεξιά και αριστερά, πίσω και μπροστά, και να αλλάζει κοστούμια και image, χέρι-χέρι με την αλλαγή background ανάλογα με το τραγούδι, ο Steve Harris, ο Dave Murray, ο Adrian Smith και ο Janick Gers σαν να μην έχει περάσει ούτε μια ημέρα από τότε που τους χαζεύαμε στις βιντεοκασέτες, και ο Nicko McBrain στα μετόπισθεν να φυλάει τα νώτα όλων.
Και κάπως έτσι, οι Iron Maiden διέλυσαν και την τελευταία αμφιβολία πως είναι το σπουδαιότερο συγκρότημα που γεννήθηκε σε τούτο τον κόσμο τα τελευταία 40 χρόνια, καθώς πάντοτε υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις έννοιες “μεγάλος” και “σπουδαίος”. Μεγάλο μπορεί να σε κάνει η αξία σου, μπορεί, όμως, και η προβολή και το hype γύρω από το όνομά σου. Σπουδαίο σε κάνει η κληρονομιά που αφήνεις στο πέρασμά σου.
Οι Iron Maiden, λοιπόν, έχουν αφήσει – και συνεχίζουν, διάολε, να αφήνουν – τόνους από αυτή, όσους τόνους ήταν ο εξοπλισμός για το απερίγραπτο και στην εντέλεια προγραμματισμένο σόου τους, που αν άφησε άφωνους εμάς τους… όχι και νεαρούς, φανταστείτε τι… ζημιά έκανε στα λογής λογής πιτσιρικάκια που βρέθηκαν στη Μαλακάσα φορώντας μικροσκοπικές μπλούζες Maiden, ασορτί με μπαμπάδες, μαμάδες, θείους και θείες, που ξεσήκωσαν από το ντουλάπι τις ξεθωριασμένες αλλά πάντοτε τίμιες φορεσιές τους, για να ανηφορίσουν, προς ένα από τα, όπως αποδείχτηκε, σημαντικότερα βράδια της ζωής τους.
Άλλωστε, εξωγήινος να ήσουν και να προσγειωνόσουν στην Αθήνα εκείνες τις ώρες που μεσολάβησαν μέχρι το μεγάλο γεγονός, θα καταλάβαινες μέσα στα πρώτα τρία δευτερόλεπτα πως “σήμερα έχει Maiden”, αφού καταρρίφθηκε κάθε προηγούμενο ρεκόρ όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία στα t-shirts. Παντού ο Eddie, σε μεγάλα μεγέθη, μεσαία και μικρά, σε μαύρα, άσπρα, πολύχρωμα ή μονόχρωμα, σε όλες του τις μορφές και από κάθε εποχή.
Κατά τα άλλα, είναι φύσει αδύνατο να μεταφέρεις με λέξεις το σόου των Iron Maiden. Όπως είναι αδύνατο να μετρήσεις πόσες φορές ανατρίχιασες κατά τη διάρκεια της συναυλίας, ακούγοντας αυτή τη ρημάδα τη φωνή του Dickinson, του σπουδαιότερου frontman-performer που πάτησε ποτέ το πόδι του στο metal.
Και όπως είναι αδύνατο να φανταστείς τους Maiden κουρασμένους πάνω στη σκηνή, απλά να περιφέρουν και να διατηρούν τον μύθο τους, και όχι να τον γιγαντώνουν κι άλλο, μέχρις εσχάτων, μέχρι να έρθει η ώρα που θα πουν “τέλος”, ακριβώς επειδή θα έχουν χάσει έστω και μέρος όλης αυτής της δύναμης και ενέργειας, που ώρες ώρες μοιάζει ανεξάντλητη.
Στα της ιστορίας, διόλου όμως τυπικά, της συναυλίας των Iron Maiden στο Rockwave Festival, οι Βρετανοί συνέχισαν μετά το προαναφερόμενο “Aces High” με το “Where Eagles Dare” και το “2 Minutes to Midnight”, διέκοψαν για λίγο προκειμένου ο Dickinson να χαιρετίσει εκ μέρους όλου του γκρουπ τον κόσμο, αναφέροντας ότι “το Spitfire στην αρχή του σόου συμβολίζει τη νίκη απέναντι στους ναζί και όπως θα καταλάβετε, τα τραγούδια που προηγήθηκαν και τα αμέσως επόμενα, μιλούν για τους πολέμους και την ελευθερία, κάτι το οποίο γνωρίζετε καλά εσείς εδώ στην Ελλάδα”, για να έρθουν εν συνεχεία το “The Clansman” και το “The Trooper”, όπου μέχρι και τα τσιμέντα και τα χορτάρια της Μαλακάσας ύψωσαν τη φωνή και η ατμόσφαιρα θύμισε γήπεδο στη Λατινική Αμερική, όσο ο Bruce μονομαχούσε επί σκηνής με τον Eddie.
Ακολούθησε ένα, κατά κάποιο τρόπο, διάλειμμα στο μακελειό, με το “Revelations” και το “For the Greater Good of God”, όταν όμως το “The Wicker Man” ουσιαστικά έχτισε τη γέφυρα με το δεύτερο μισό του live, εκεί η μπάλα χάθηκε και ακόμα αναζητείται.
Το “Sign of the Cross” να μας θυμίζει (όπως και το “The Clansman” πριν) πως και με τον Blaze Bayley οι Maiden έβγαλαν τραγουδάρες, το “Flight of Icarus”, το οποίο επανήλθε φέτος στο σετ ύστερα από 32 ολόκληρα χρόνια, να δίνει την αφορμή για τη εμφάνιση ενός εντυπωσιακού Ίκαρου στο βάθος, με τον – ζωσμένο με φλογοβόλα - Dickinson να του λιώνει τα φτερά, κατά τον αντίστοιχο μύθο, το “Fear of the Dark” να…
Εντάξει, δεν έχει επινοηθεί ακόμα η διάλεκτος που να μπορεί να περιγράψει τι έγινε στο “Fear of the Dark”, οπότε απλά θα γράψω τρίχα κάγκελο έως τον ουρανό και τίποτα περισσότερο, ενώ μετά από τις μαζικές ιαχές “666” στο “The Number of the Beast”, ο σατανάς άκουσε και έκανε ένα πέρασμα από την Αθήνα, δίνοντας ζωή και στον alien style Eddie όσο οι θρύλοι του metal ερμήνευαν το “Iron Maiden”.
Η φανταστική αυτή φάση που ζούσαμε Ιούλη μήνα στη Μαλακάσα, δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, καθώς οι Maiden επανήλθαν με το “The Evil that Men Do”, ενώ δεν προσπαθήσω καν να περιγράψω τη σημασία του “Hallowed Be Thy Name” για την ιστορία του heavy metal, απλά θα σχολιάσω πως μπορεί το γκρουπ αυτό να σε δυσκολεύει να φτιάξεις ένα best-of όσο το να ανεβαίνεις στα Ιμαλάια γυμνός, όμως, γαμώτη, αυτό ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο τους κομμάτι.
Βέβαια, το δυστυχές ήταν ότι έπρεπε να πάρουμε απόφαση πως όντως τελείωνε η άμμος στην κλεψύδρα, καθώς είχε έρθει η ώρα του “Run to the Hills”, μετά το τέλος του οποίου σκαρφαλώσαμε σε βουνά και λαγκάδια γιατί τίποτα πλέον δεν είχε το ίδιο νόημα, όμως, ναι, ο ύπνος που επακολούθησε εκείνη τη νύχτα, ήταν ο πιο γλυκός από όλους.
Όπως και γλυκός ο πειρασμός, απλά να καταγραφεί πως δύο εβδομάδες πριν την κατεδάφιση της Αττικής ολόκληρης από τους Maiden, οι – εξαιρετικοί, κατά τα άλλα, στον τομέα τους και πολύ περισσότερο στις συναυλίες τους - Arctic Monkeys δεν κατόρθωσαν να μαζέψουν ούτε τον μισό κόσμο στο TerraVibe, μάλλον πληρώνοντας το υπέρμετρα υψηλό τους κασέ, το οποίο θέλοντας και μη βαρύνει στο τέλος τέλος τις τσέπες του κοινού και το οποίο, μπροστά στα χρόνια προϋπηρεσίας και τις γιγάντιες παραγωγές των Iron Maiden, είναι αστείο και μόνο να το συζητάμε.
Το όλο ιστορικό, δε, θυμίζει το περίφημο στιγμιότυπο από το αεροδρόμιο της Ζυρίχης, με τα λιλιπούτεια αεροσκάφη του Hollande και της Merkel σε σχέση με το Ed Force One, με το οποίο το τεράστιο αυτό γκρουπ κατόρθωσε να ταξιδέψει σε μέρη απάτητα, φέρνοντας εικόνες λατρείας και ανεκτίμητης συγκίνησης (βλ. ντοκιμαντέρ “Flight 666”).
Οπότε, μπορεί ο χρόνος να κυλάει αδίστακτα, μαλλιά να γκριζάρουν ή να πέφτουν, σχέσεις και φιλίες να έρχονται και να φεύγουν, μουσικές διάφορων ειδών και κατηγοριών να περνούν από τις ζωές μας, όμως την κρίσιμη εκείνη στιγμή, η απάντηση μπορεί να είναι μονάχα μία.
Μόνο Maiden.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης