Στην 1η του ημέρα, το DESERTFEST ATHENS μάς προσέφερε ως highlights τους στιβαρούς Saint Vitus, τους ισοπεδωτικούς Orange Goblin και τους αρχηγικούς Black Rainbows, μπροστά σε ένα κοινό όχι συγκλονιστικά πολυάριθμo, αλλά κατά στιγμές πολύ εκδηλωτικό στην Ιερά Οδό.
Σεφτέ στη φετινή διοργάνωση έκαναν, λοιπόν, οι BUS στη μικρή σκηνή, αποδεικνύοντας και στην πράξη το σαμπαθικό τους ύφος, που έγινε ευρύτερα γνωστό από το περσινό τους full-length ντεμπούτo “The Unknown Secretary”, με το “Forever Grey” και το “Don’t Fear Your Demon” να αποτελούν μερικά από τα κύρια σημεία του set τους.
Βέβαια, δεν ήταν δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως η χωροταξία του προθάλαμου του Acro, όπου είχε στηθεί το συγκεκριμένο stage, θα δυσκόλευε αφάνταστα τόσο τις μπάντες όσο και το κοινό, μιας που τα ελάχιστα τετραγωνικά, που είχαν ως συνέπεια τον κακό ήχο και τη ζέστη, καθώς και η κάπως ανηφορική κλίση, δημιουργούσαν συνθήκες πλέον ακατάλληλες για συναυλία.
Κι αν η περσινή επιλογή ενός μπαρ για τη δεύτερη σκηνή δημιούργησε ένα αμήχανο συναίσθημα, παρόλα αυτά είχε υποφερτά αποτελέσματα, κάτι που φάνηκε και από τη θερμή ανταπόκριση του κόσμου στις συναυλίες που φιλοξενήθηκαν εκεί, η φετινή επιλογή ήταν εκ των πραγμάτων πλήρως λανθασμένη - κάτι που φάνηκε και από τη μεταφορά των Radio Moscow στο κύριο stage, ένα 24ωρο πριν από την εμφάνισή τους - και, εντέλει, αποτυχημένη.
Τη σκυτάλη πήραν εν συνεχεία οι BLACK RAINBOWS, που από το δεύτερο stage πέρσι μεταφέρθηκαν στο κύριο φέτος, δείχνοντας και πάλι ότι είναι απολαυστικοί στις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Το ιταλικό τρίο απελευθέρωσε μανιωδώς το psychedelic stoner ύφος του, με μέτριο ήχο στην αρχή και σαφώς βελτιωμένο στην πορεία, προσφέροντάς μας ως κορυφαία στιγμή το “Τhe Prophet”.
Η μεταφορά μας στη μικρή σκηνή έγινε για τα εωσφορικά τραγούδια των MAHAKALA, που επέστρεψαν φέτος δισκογραφικά με το “The Second Fall” και με ανανεωμένη σύνθεση.
Εν γένει η παρουσία τους πάνω στη σκηνή ήταν αξιολογότατη, με κομμάτια σαν το “Army of the Flies”, το “Βetter to Reign in Hell (Than Serve in Heaven)”, το “Wrath of Lucifer” και το “Blessed Are the Dead”, παρόλα αυτά ο ήχος δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερος, μειώνοντας σε πολύ σημαντικό βαθμό την προσπάθειά τους.
Ακολούθησαν στο μεγάλο stage οι STONED JESUS, που, έχοντας αναπτύξει μια σχέση οπαδική με το ελληνικό κοινό, παρουσίασαν το “Seven Thunders Roar” του 2012 στην ολότητά του, μιας που βρίσκονται αυτή την περίοδο στο σχετικό tour.
Με ήχο-“μπόμπα”, ειδικά στο μπάσο του Sergey “Sid” Olegovich, οι Ουκρανοί ξεκίνησαν με τα πιο soft “Stormy Monday” και “Bright Like the Morning”, ανέβασαν το θερμόμετρο με τα “Electric Mistress” και “Indian”, ενώ έκλεισαν με το, επικό πλέον, “I’m the Mountain”, κατά τη διάρκεια του οποίου, πάντως, τα καθαρά μέρη στην κιθάρα του, πάντοτε απολαυστικού, Igor Sidorenko χάνονταν, χωρίς, όμως, αυτό να επηρεάσει τον κόσμο στη θερμή αντιμετώπιση του τραγουδιού.
Τελευταίο γκρουπ της ημέρας στο δεύτερο stage ήταν οι MOS GENERATOR, οι οποίοι, εξαιρουμένου του προαναφερθέντος κακού ήχου του χώρου, μας έκαναν να ανυπομονούμε για την επιστροφή τους στην Ελλάδα, καθώς είναι άκρως διασκεδαστικό συναυλιακά το μουσικό τους ύφος, που είτε μπορεί απλά να χαρακτηριστεί ως heavy rock, είτε ως συνδυασμός “soul με doom”, όπως οι ίδιοι αναφέρουν.
Με τραγούδια όπως το “Lonely One Kenobi” και το “Electric Mountain Majesty”, oι Αμερικανοί απέδειξαν πως δεν είναι τυχαία η επιλογή των Saint Vitus να περιοδεύσουν μαζί τους, όπως είχε γίνει και το 2013, όταν και διευρύνθηκε δικαίως η φήμη του γκρουπ.
Με τη σειρά τους, οι CHURCH OF MISERY παρουσίασαν το δυναμικό stoner/sludge metal τους στην κεντρική σκηνή, με έναν αρκετά πιο γεμάτο ήχο σε σχέση με τις ηχογραφήσεις τους και τα απαραίτητα “μπλιμπλίκια” να τους συνοδεύουν – Ιάπωνες γαρ.
Με τον frontman Hiroyuki Takano να επιδεικνύει αμείωτη ενέργεια, αποζημιώνοντας τον μπασίστα – και εγκέφαλο του γκρουπ - Tatsu Mikami για την επιλογή του σε αυτό το φρέσκο line-up, στο οποίο συναντούμε επίσης τον Yasuto Muraki στην κιθάρα και τον Junichi Yamamura στα ντραμς, το γκρουπ από το Τόκιο ξεκίνησε με το “El Padrino (Adolpho Constanzo)”, όμως ήταν από το “I, Motherfucker (Ted Bundy)” και έπειτα όταν ο κόσμος άρχισε να δείχνει σε μεγαλύτερο βαθμό την ανταπόκρισή του, με τα “River Demon”, “Candy Man (Dean Coroll)” και “Murderfreak” να συμπληρώνουν τις αξιολογότερες στιγμές του set.
Λίγο μετά την αυλαία, δε, οι Church of Misery επέστρεψαν για να χαιρετίσουν τον κόσμο, με τον Tatsu Mikami να πέφτει στις αγκαλιές των fans και να κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την εμφάνιση μιας τιμιότατης συναυλιακά μπάντας.
Η κορυφαία στιγμή της ημέρας, πάντως, έμελλε να έρθει από τους ORANGE GOBLIN, οι οποίοι διέλυσαν τα πάντα στο πέρασμά τους, όπως κάνουν, άλλωστε, σε κάθε τους εμφάνιση. Μπάντα-μπετόν, με σταθερή μέλη στη σύνθεσή της εδώ και 22 χρόνια, τον ογκόλιθο frontman Ben Ward, τον μπασίστα Martyn Millard, τον ντράμερ Chris Turner και τον κιθαρίστα Joe Hoare, ένα live act εξ αυτών που καταλαβαίνεις στον ύψιστο βαθμό πόσο σημαντική είναι η σχέση που αναπτύσσει ένα συγκρότημα με το κοινό, τόσο μέσω της δισκογραφίας του, όσο – και πολύ περισσότερο – μέσω των συναυλιών του.
Την ώρα που ο γίγαντας Ward πετούσε νερά και μπύρες στον κόσμο, οι παρευρισκόμενες και παρευρισκόμενοι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους - και ας μη γνωρίζονταν σώνει και καλά – φέρνοντας πανζουρλισμό στο “Scorpionica”, το μοτορχεντικό “The Devil’s Whip”, το “Saruman’s Wish” και το “The Filthy & The Few”.
Όταν, δε, ήρθε η ώρα του “Made of Rats”, ο Ben Ward χώρισε το κοινό στα δύο για τις σχετικές ζητωκραυγές, ενώ ο χαμός συνεχίστηκε με το “Some You Win, Some You Lose” και το “They Come Back (Harvest of Skulls)”, όπου ο τραγουδιστής των Orange Goblin ζήτησε αυτή τη φορά ένα wall of death, το οποίο και εισέπραξε, ξεγυρισμένα φυσικά.
Το ταξιδιάρικο και πανέμορφο “Time Travelling Blues”, από την πλευρά του, ήταν το ιδανικό άκουσμα για λίγο χαλάρωμα, έως ότου ο πανικός επιστρέψει με το “The Fog”, το “Quincy the Pigboy” και το “Red Tide Rising”, τα οποία και ολοκλήρωσαν μια ακόμη οργασμική εμπειρία των Βρετανών, που αναδείχθηκαν έτσι σε headliners της 1ης ημέρας του Desertfest Athens. Είθε να μας ξανάρθουν το 2018, με αφορμή το νέο τους άλμπουμ.
“Last” - but “not least”, βεβαίως - έρχονταν οι SAINT VITUS, στην πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα με τον Scott Reagers στα φωνητικά, μιας που η προ επταετίας επίσκεψή τους είχε γίνει με τον Scott “Wino” Weinrich.
Μπορεί ο κόσμος να λιγόστεψε σε κάποιο βαθμό, λόγω και του περασμένου της ώρας, και αρχικά να επικρατούσε ένα μούδιασμα στην Ιερά Οδό, μετά και από αυτό που είχε προηγηθεί από τους Orange Goblin, όμως όταν οι Καλιφορνέζοι θεοί του doom πήραν μπρος, τίποτα δεν έμοιαζε δυνατόν να τους σταματήσει.
Με το ακλόνητο rhythm section τους, αποτελούμενο από τον προσφάτως αφιχθέντα Pat Bruders στο μπάσο και τον βράχο Henry Vasquez με το χαρακτηριστικό κυκλικό στιλ στα ντραμς, οι Saint Vitus δόνησαν τον χώρο, έχοντας, φυσικά, πάντα στις τάξεις τους την ηγετική φυσιογνωμία του κιθαρίστα Dave Chandler, ο οποίος, μάλιστα, κινούταν εκτός συναυλίας με πατερίτσες.
Όσο για τον Scott Reagers, η παρουσία του ήταν ακριβώς όπως έπρεπε, ενώ ένα ακόμη θετικό στοιχείο στην πολυαναμενόμενη επιστροφή των Αμερικανών στην Ελλάδα, ήταν και ο πολύ καλός ήχος που συνόδεψε το set τους.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι Saint Vitus μάς χτύπησαν απανωτά από τα μισά της εμφάνισής τους και έπειτα, με το old school “White Stallions”, το φρέσκο “Bloodshed”, τα βαλτώδη “Burial at Sea” και “Born Too Late” και, βέβαια, με το “Saint Vitus”, το οποίο έφερε δικαιωματικά και τον περισσότερο χαμό, στο live που έριξε την αυλαία της 1ης ημέρας του Desertfest Athens, τιμώντας με τον καλύτερο τρόπο τη φήμη ενός από τα γκρουπ που όρισαν τον doom ήχο.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης