Και μπορεί να μην κατόρθωσαν να γεμίσουν ασφυκτικά το Fuzz ή να ξεσηκώσουν το κοινό στο σύνολο του σετ τους, αλλά σίγουρα ικανοποίησαν όσους τους παρακολούθησαν. Ειδικά τα μικρότερης ηλικίας μέλη, με φωτεινό παράδειγμα τον frontman John “Gaoler” Sterry, αποτελούσαν μια ανεξάντλητη πηγή ενέργειας στη σκηνή. Όχι πως ο γερόλυκος Gill έμενε ακίνητος – ας πούμε ότι παρέμενε στωικός, μεταφέροντας την ενέργειά του στα riffs που έβγαιναν από την κιθάρα του και σε μεμονωμένες στιγμές που ήταν η σειρά του να κλέψει την παράσταση επί σκηνής.
Photo: Gang of Four
Μια τέτοια, για παράδειγμα, ήταν στο “Love Like Anthrax”, όταν άφησε την κιθάρα του στο πάτωμα, για να απαγγείλει τους στίχους του, και τη θυμόταν μόνο όταν έπρεπε να την πατήσει, για να προκαλέσει ακόμη περισσότερο θόρυβο.
Ο Sterry, από την άλλη, δεν έμενε λεπτό ακίνητος. Περπάτησε χιλιόμετρα ολόκληρα πάνω στη σκηνή, μοιράζοντας τον χρόνο του και στα τρία μικρόφωνα που υπήρχαν εκεί, κατέβηκε στο κοινό, βανδάλισε ένα ηλεκτρικό φουρνάκι (!) με ένα μακρύ ξύλο και ανάγκασε τους roadies να δουλέψουν υπερωρίες, συμμαζεύοντας το χάος που άφηνε πίσω του, με πεσμένα σταντ και μπερδεμένα καλώδια.
Photo: Gang of Four
Η ενέργεια, λοιπόν, ήταν άφθονη πάνω στη σκηνή. Στο κοινό, από την άλλη, δεν περίσσευε, παρά μόνο στα περισσότερο κλασικά κομμάτια του γκρουπ. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι περισσότερα κορμιά κουνήθηκαν σε κομμάτια όπως τα “Αt Home He’s A Tourist”, “Damaged Goods” και “Return The Gift”, παρά σε όλα τα υπόλοιπα μαζί.
Παρά το γεγονός αυτό, βέβαια, δε μπορώ να μιλήσω για ένα άνισο σετ. Ομολογώ ότι φοβόμουν τις προηγούμενες ημέρες πως κάπως έτσι θα εξελιχθεί η βραδιά, καθώς (πέρα από το πόσο μου αρέσουν ή όχι) τα νέα κομμάτια των Gang Of Four της τελευταίας δεκαετίας διαφέρουν σημαντικά σε ύφος από τα κλασικά. Η απόδοσή τους στη σκηνή, όμως, χαρακτηριζόταν από αυτόν τον κλασικό ήχο που έχουμε μάθει να συνδυάζουμε με το γκρουπ από το Leeds.
Photo: Gang of Four
Αυτό έγινε αντιληπτό ήδη από την πρώτη στιγμή που ανέβηκαν στη σκηνή, όταν η κιθάρα του Gill αντήχησε στις νότες του “Where The Nightingale Sings” και η εικόνα παρέμενε ίδια, κάθε φορά που οι Gang Of Four επέλεγαν ένα από τα πιο νέα κομμάτια τους, όπως τα “Do As I Say” και “Isle Of Dogs”.
Και το σετ, όχι μόνο δεν ήταν άνισο, αλλά φάνηκε να διαρκεί πολύ λίγο. Λίγο το γεγονός ότι δεν άνοιξε κάποιο support γκρουπ, λίγο το ότι δε χρειάστηκε να περιμένουμε, εν μέσω των συνηθισμένων καθυστερήσεων, ολόκληρη η βραδιά έμοιαζε να διαρκεί μερικά μόνο λεπτά! Βέβαια, το σετ ξεπέρασε τη μία ώρα (εντάξει, δεν το λες μεγάλο), αλλά αυτή η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και, πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, βρισκόμασταν ήδη στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι!
Θα ήθελα κι άλλο, πέρα από το… αυθόρμητα προγραμματισμένο encore; Εννοείται! Με πείραξε που δεν είχε άλλο; Σε καμία περίπτωση. Ούτως ή άλλως, οι Gang Of Four με αποζημίωσαν, αν όχι σε χρόνο, τουλάχιστον σε ποιότητα.