Οι DUSTBOWL ήταν αυτοί που έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη, με αρκετό κόσμο και πάλι στο πλευρό τους, όπως και προ λίγων εβδομάδων στο live των Dream Syndicate.
Το καινούριο άλμπουμ “The Story of Mr. Dandy Gasoline” είχε και πάλι την τιμητική του, καθώς παρουσιάστηκε στην ολότητά του από το 7μελές αθηναϊκό γκρουπ (“The Season”, “Lovely Desecration”, “Sail Away”, “Strange Commotion”, “Kicks & Thrills”, “Say You Will”, “Mr. Dandy Gasoline”), ενώ για το τέλος οι Dustbowl άφησαν και πάλι το πανέμορφο “The Great Fandango”, από τον ομώνυμο δίσκο του 2016, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, θεωρώ ότι είναι μια κλάση ανώτερός από τον, πολύ ενδιαφέροντα κατά τα άλλα, διάδοχό του.
Από εκεί και πέρα, πρωταγωνιστής της βραδιάς δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον MARK LANEGAN, που επέστρεψε στην Αθήνα με αφορμή την κυκλοφορία του “Somebody’s Knocking”, το οποίο αποτέλεσε τον έναν πυλώνα του 75λεπτου set του, με τον έτερο να είναι μια όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική επιλογή από τη δισκογραφία του Αμερικανού καλλιτέχνη την τελευταία 15ετία, από τότε δηλαδή που ο τίτλος “Mark Lanegan Band” άρχισε να συνοδεύει τις ηχογραφήσεις και τις εμφανίσεις του.
Ο 55χρονος ερμηνευτής ανεβοκατέβαζε συνεχώς ρυθμούς στο γεμάτο Gagarin 205, υπό μια ιδιαίτερα σκοτεινή ατμόσφαιρα που από κάποιο σημείο και έπειτα γνώμη μου είναι ότι προκάλεσε μια αμηχανία στο κοινό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το χειροκρότημα μετά από κάθε του τραγούδι, δεν έδειχνε και την αποδοχή που τυγχάνει ο Mark Lanegan, με βάση τόσο την ιστορία του στον χώρο της rock μουσικής, όσο και εν γένει της ποιότητας των δημιουργημάτων του.
Με ελάχιστες, λοιπόν, διακοπές ανάμεσα στα κομμάτια και ακόμη πιο λιγοστά λόγια, ο Mark Lanegan και η παρέα του ξεκίνησαν με το γκάζι του “Disbelief Suspension” και το καπνισμένο γρέζι του “Nocturne”, συνεχίζοντας με το “Hit the City”, το “Stitch It Up”, το εξαιρετικό “Burning Jacob’s Ladder”, το “Night Flight to Kabul” και το “Beehive”, ενώ ένα ακόμη slow tempo τραγούδι κατά το οποίο η βραχνάδα του Αμερικανού δεν γινόταν παρά να μας μαγέψει, ήταν το “Bleeding Muddy Water”.
Με τη σειρά τους, η διασκευή στο “Deepest Shade” των Twilight Singers, το “Ode to Sad Disco”, το “Gazing from the Shore”, το “One Hundred Days”, το “Penthouse High”, το εκ των κορυφαίων “Name and Number” και το “Death Trip to Tulsa”, για το οποίο φάνηκε ο κόσμος να ανυπομονεί περισσότερο από όλα, διατήρησαν την νουάρ vs ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της συναυλίας, ενώ ο Mark Lanegan και οι μουσικοί του επέστρεψαν στη σκηνή για ένα λιτό encore, αποτελούμενο μονάχα από το “Harborview Hospital”, κάτι το οποίο η αλήθεια είναι ότι μας ξένισε.
* Ο λόγος που δεν βλέπετε φωτογραφίες του Mark Lanegan να συνοδεύουν το άρθρο, είναι η εντολή που πιθανότατα έδωσε για το προαναφερόμενο σκότος επί σκηνής. Κάθε δικαίωμα φυσικά του οποιουδήποτε καλλιτέχνη να μην επιθυμεί φωτογράφηση, καλό είναι, παρόλα αυτά, να ενημερώνει και τους φωτογράφους σχετικά, έτσι ώστε να μην κουβαλούν τσάμπα τον εξοπλισμό τους.