Έχουν περάσει 50 χρόνια (51 πλέον, για την ακρίβεια) από το ντεμπούτο των JETHRO TULL, οπότε αφορμής δοθείσης, ο Ian Anderson σκάρωσε μια γιορτή παρέα με τους μουσικούς του προσωπικού του σχήματος, η οποία βρήκε ιδανικό χώρο φιλοξενίας στο Ηρώδειο.
Ο 71χρονος καλλιτέχνης επέστρεψε, λοιπόν, κάτω από την Ακρόπολη, για να παρουσιάσει μια σχεδόν δίωρη παράσταση, διανθισμένη από δικές του αφηγήσεις, ηχητικά αποσπάσματα και βίντεο με δηλώσεις των τιμώμενων προσώπων, που δίχως άλλο συμπλήρωσαν ιδανικά τα τραγούδια που είχαν επιλεγεί ως κορμός αυτής της επετειακής εμφάνισης.
Με τους David Goodier (μπάσο), John O’Hara (πλήκτρα), Scott Hammond (ντραμς) και Florian Opahle (κιθάρα) στο πλευρό του, ο Ian Anderson με τη χαρακτηριστική smooth φωνή, το ακόμα πιο χαρακτηριστικό του φλάουτο, τις χορευτικές του κινήσεις και τη γενικότερη θεατρικότητά του, ερμήνευσε αρχικά τα “My Sunday Feeling” και “Love Story”, ενώ ο Jeffrey Hammond έκανε την αρχή στα αφιερωματικά βίντεο, προλογίζοντας (ποιο άλλο από) το “A Song for Jeffrey”.
Με τη σειρά της, η ωραία μπλουζιά του “Some Day the Sun Won’t Shine for You” ήταν αφιερωμένη στον Mick Abrahams, που όρισε σε μεγάλο βαθμό με τον κιθαριστικό του ήχο τις πρώτες ημέρες των Jethro Tull, ενώ το “Dharma for One” ήταν για τον ντράμερ Clive Bunker, με τον Scott Hammond να δείχνει τις ικανότητές του στο αντίστοιχο σόλο.
“Κάποια τραγούδια είναι τόσο απλά, ένα 12μετρο blues και μερικά εύκολα ακόρντα”, ανέφερε ο Anderson για το “Beggar’s Farm”, ενώ η κατά Jethro Tull εκδοχή του “Bourrée in E minor” του Johann Sebastian Bach, την οποία προλόγισε μέσω βίντεο ο μεγάλος Tony Iommi – άλλωστε, πρόκειται για ένα από τα κομμάτια που όλοι οι κιθαρίστες τιμούν και σέβονται - προκάλεσε το πρώτο μεγάλο χειροκρότημα.
Χωρίς εισαγωγή αυτή τη φορά, το “Sweet Dream” με το κλασικό του ύφος, αποτέλεσε ένα ιδανικό πέρασμα για τη συνέχεια και μαζί μια από τις ηλεκτρισμένες στιγμές της βραδιάς, ενώ με τον Ian Anderson να θυμάται τις μέρες που το “My God” είχε κατηγορηθεί ως βλάσφημο και με τη live edit έκδοση του “Thick as a Brick” να συνιστά μια ωραία αναφορά στις folk καταβολές των Jethro Tull, φτάσαμε αισίως στο διάλειμμα της παράστασης.
Μετά από ένα 20λεπτο, τέρμα το διάλειμμα και τα κεφάλια μέσα, καθώς φρόντισε γι’ αυτό ο ήχος από τη μοτοσικλέτα και το ριφάκι από το “Too Old to Rock ‘n’ Roll, Too Young to Die”, που προφανώς και έτυχε αποθεωτικής υποδοχής, ενώ το πολύ ταιριαστό με την περίσταση, όπως και ο ίδιος ο Anderson ανέφερε, “Pastime With Good Company”, γραμμένο από τον Βασιλιά της Αγγλίας Henry τον 8ο στις αρχές του 16ου αιώνα, ήρθε ως ιδανική μουσική υπόκρουση για το φεγγάρι που φώτιζε μαγευτικά τον ουρανό.
Ακολούθησαν το “Songs from the Wood” και το “Heavy Horses”, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά Jethro Tull τραγούδια, με το εισαγωγικό βίντεο του John Evan, ενώ μετά το “Ring Out, Solstice Bells” και το “Farm on the Freeway”, επίσης από τις πιο ηλεκτρισμένες στιγμές της συναυλίας, ήρθε ο Slash “στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής”, για να προλογίσει τη θρυλική μελωδία του “Aqualung” και το εκπληκτικό του κιθαριστικό σόλο, αποτυπωμένο από τον Opahle, το οποίο και προκάλεσε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα.
Οι Jethro Tull αποσύρθηκαν προσωρινά, όμως με την επιστροφή του John O’Hara, αρχικά, και του Florian Opahle, εν συνεχεία, προκειμένου να δώσουν την πρώτη νύξη για ό,τι θα επακολουθούσε, όλα πήραν ξανά τον δρόμο τους. “Locomotive Breath”, λοιπόν, και νέα αποθέωση, η οποία βέβαια σταμάτησε λίγο απότομα, καθώς η φωνή του Ian Anderson έβγαινε πλέον με δυσκολία και η ερμηνεία η αλήθεια είναι ότι μας ξενέρωσε λίγο, παρόλα αυτά ήρθαμε στα ίσια μας με το σόλο του σπουδαίου μουσικού στο φλάουτο και το τζαμάρισμα με το σχήμα του.
Μετά από τους προσωπικούς χαιρετισμούς και την επιβεβλημένη συνολική υπόκλιση, οι Jethro Tull μας αποχαιρέτησαν, έχοντας γεμίσει το σαββατιάτικο βράδυ μας στο εμβληματικό Ηρώδειο υπό το φως του φεγγαριού, με σπουδαίες μουσικές.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης