Όταν δε, γνωρίζουμε εξ’ αρχής ότι η συγκεκριμένη συναυλία είναι επετειακή και θα παρουσιαστεί ατόφιος (λόγω της επανακυκλοφορίας του) κι ένας εκ τον κορυφαίων Stoner-Rock δίσκων όπως είναι το “Just A Burn” που όταν κυκλοφόρησε το 2004 αρκετοί μουσικοί συντάκτες, περιοδικά και μουσικά portals (όπως π.χ. το κορυφαίο StonerRock.com) από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, τον κατέταξαν ως τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς, το μόνο που μένει είναι να ελπίζουμε ήταν η ίδια η μπάντα να βρίσκεται σε φόρμα και οι ελπίδες μας δεν διαψεύστηκαν.
Photo: Nightstalker
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Τη συναυλία άνοιξαν οι HALF GRAMME OF SOMA, μια πολλά υποσχόμενη μπάντα η οποία γνωρίζει πολύ καλά να κινείται τόσο στις Stoner λεωφόρους, όσο και στους doom παράδρομους του ταξιδιού που λέγεται Rock ‘N’ Roll.
Το πενταμελές Αθηναϊκό σχήμα, μας ζέστανε επαρκώς για σαράντα περίπου λεπτά, μέσα από ατόφιες και αγνές Hard και Heavy Rock συνθέσεις, με τον κόσμο να τους υποδέχεται όχι ως τυπική διαδικασία μίας opening-act μπάντας, αλλά προσέχοντας τους και επιβραβεύοντας τους με το χειροκρότημα του στο τέλος κάθε κομματιού τους. Και τι καλύτερο όταν το τελευταίο τους κομμάτι ήταν μία δυνατή εκτέλεση στο “Rock ‘N’ Roll” των Motörhead, αποδίδοντας κι ένα ελάχιστο φόρο τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα Lemmy.
Photo: Half Gramme of Soma
Μετά το απαραίτητο διάλειμμα στη σκηνή ανεβαίνουν οι NIGHTSTALKER και με τα πρώτα riffs του “All Around” (του κομματιού που ανοίγει το “Just a Burn”), το κατάμεστο ιστορικό Κύτταρο παίρνει φωτιά!
Και όταν υπάρχει φωτιά σε αυτή τη περίπτωση το καλύτερο που μπορεί να κάνει μία μπάντα είναι να ρίξει βενζίνη και αυτή ονομάζεται “Just a Burn”. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, κάνει και τον πιο νωχελικό να πάρει μέρος στο πάρτυ, γιατί όταν έχεις έναν κατάμεστο χώρο όπου όλοι/ες χορεύουν συνοδεύοντας τον Argy στο τραγούδι, τότε πρόκειται για πάρτυ με την ενεργή συμμετοχή του κόσμου και όχι απλά για μία συναυλία.
Photo: Nightstalker
Έχω δει τους Nightstalker σε αρκετές εμφανίσεις τους από την εποχή που άγνωστοι μεταξύ αγνώστων έπαιζαν σε διάφορα μικρά live. Από την εποχή που ο Argy καθόταν στα τύμπανα και τραγουδούσε ταυτόχρονα, ο “γέρος” όργωνε με τα κιθαριστικά του κολασμένα riffs και ο Αντρέας να αποτελεί την ρυθμική και groove βάση που στηριζόταν όλο το ηχητικό τους οικοδόμημα.
Από τότε ως τώρα έχουμε την εξέλιξη μίας μπάντας ή οποία μπορεί στο ξεκίνημά της όταν και κυκλοφόρησε τον πρώτο της πάρα πολύ δίσκο “Side FX” στην ελληνική ανεξάρτητη (και σπουδαία) Hitch-Hyke records να μας θύμιζε σε αρκετά τους Monster Magnet, η εξέλιξή της όμως τήν ανέδειξε σε μία εκ των καλύτερων σχημάτων στη σκηνή του ψυχεδελικού σκληρού ήχου σε παγκόσμιο επίπεδο όπως είπα και στην αρχή, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια έχει επηρεάσει με τον ήχο της, το συνθετικό στυλ και ύφος σχεδόν όλη την ελληνική Stoner σκηνή.
Photo: Nightstalker
Οι Nightstalker συνέχιζαν να ρίχνουν κομμάτι με το κομμάτι και άλλη βενζίνη στη φωτιά κάνοντας τον κόσμο να χτυπιέται ασταμάτητα χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό να τραγουδά σε κάθε κομμάτι τους στίχους του. Έχω παρακολουθήσει πάρα πολλές συναυλίες ελληνικών αλλά και ξένων συγκροτημάτων, αυτό που όμως έζησα στο επετειακό Live των Nightstalker το έχω ζήσει μόνο σε συναυλίες των “Τρύπες”.
Δεν έχω ξαναδεί ελληνική και μάλιστα αγγλόφωνη μπάντα σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας της να τη συνοδεύει το κοινό τραγουδώντας μαζί της τα κομμάτια της και αυτό από μόνο του λέει πάρα πολλά για το τι είναι αυτή η μπάντα.
Το πάρτυ όμως δεν τελείωσε με το “Shadows”, τελευταίο κομμάτι του “Just a Burn” (ο δίσκος αποδόθηκε με την ίδια ακριβώς σειρά των κομματιών του) αλλά τη θέση της βενζίνης πήρε η κηροζίνη όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Use” του ομώνυμου κομματιού από τον δεύτερο επίσης σπουδαίο δίσκο της μπάντας που κυκλοφόρησε το 1996 (και επανεκδόθηκε το 2006 με νέο remix, mastering και εξώφυλλο), συνέχισαν με το “Brainmaker” πάλι από το “Use” ανεβάζοντας riff με riff την αδρεναλίνη και μετά με το “Never Know (Supersonic)” από το E.P. του 2000 “The Ritual”, δουλειά που κλείνει και τη πρώτη περίοδο της μπάντας σαν super-trio.
Photo: Nightstalker
Εδώ θα ήθελα να σταθώ στο όργανο και τον άνθρωπο που συνήθως ελάχιστοι/ες παρακολουθούν με προσοχή σε μία συναυλία και αυτός δεν είναι άλλος από τον μπασίστα.
Ο Ανδρέας Λάγιος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, μιας και πρόκειται εκτός των Nightstalker και για αρχικό και βασικό μέλος ενός εκ των καλύτερων Black-metal συγκροτημάτων του κόσμου, των Rotting Christ. Αυτό που έχω να πω (μιας και επειδή παίζω μπάσο και ο ίδιος) είναι ότι ο Αντρέας είναι ίσως ο καλύτερος μπασίστας που υπάρχει στην ελληνική Rock ‘N’ Roll σκηνή (και όχι μόνο) αυτή τη στιγμή.
Η λέξη άψογος είναι μάλλον πολύ λίγη για να χαρακτηρίσει το παίξιμο του. Όχι μόνο δεν έχασε ούτε ημιτόνιο σε όλη τη διάρκεια του live, αλλά το άνετο παίξιμό του και η φυσικότητα που ανεβοκατέβαινε στα τάστα και τις κλίμακες ακόμη και μετά από μιάμιση ώρα συνεχούς παιξίματος, έδιναν την εγγύηση ότι το ρυθμικό μέρος-και όχι μόνο μιας και αρκετές φορές έβγαινε μπροστά- είναι αφημένο στα καλύτερα χέρια η μάλλον δάχτυλα. Και όταν μία μπάντα έχει καλό rhythm section δεν έχει να φοβάται τίποτε ειδικά όταν το είδος που παίζει βασίζεται κατά πολύ σε αυτό και στο groove.
Με αυτό που γράφω δεν θέλω να μειώσω ούτε καν στο ελάχιστο τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους ήσαν άψογοι σε ότι έπαιζαν και σαφώς μία μπάντα πότε δεν εξαρτάται από έναν, αλλά είναι ένα συνολικό αποτέλεσμα όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, αλλά οι προσωπικές αδυναμίες στο συγκεκριμένο όργανο δεν κρύβονται.
Photo: Nightstalker
Πηγαίνοντας προς το τέλος και μετά το κλασσικό encore η βραδιά έκλεισε με τον πιο υπέροχο τρόπο, όταν ο Argy κάλεσε το κοινό να ανέβει στη σκηνή, όπου όλοι μαζί σαν ένα σώμα τραγούδησαν τον ύμνο που λέγεται “Children of the Sun” και αν αυτό δεν είναι όλη η ουσία του Rock ‘N’ Roll το να έχει το κοινό δηλαδή ενεργητική συμμετοχή στο Live και όχι να είναι περιορισμένο σε ρόλο ακροατή, τότε το Rock ‘N’ Roll θα ήταν ήδη νεκρό εδώ και πολλά χρόνια.
Η συναυλία παρουσίαση της επανακυκλοφορίας του Re-mixed & Re-mastered και με ολοκαίνουργιο ήχο “Just a Burn” (The Lab records & Labyrinth Of Thoughts records) ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δώσει αυτή η σπουδαία μπάντα. Ομολογουμένως ήταν μία από τις καλύτερες εμφανίσεις των Nightstalker (ελπίζοντας μέχρι την επόμενη φορά που θα ξαναπαίξουν ζωντανά) και σαφώς το καλύτερο ναρκωτικό για να ταξιδέψει κάποιος στις αχανείς στέπες του Rock ‘N’ Roll. Μία συναυλία που όποιος/α δεν την παρακολούθησε έχασε μία όμορφη λεπτομέρεια που θα έχει να θυμάται στη ζωή του/ης.