Έτσι λοιπόν, ίδια διαδρομή 24 ώρες μετά, αρχικά για τον LUKE ELLIOT, από το set του οποίου ξεχώρισα το “Get’Em While They’re Hot” και το “Trouble”, δύο τραγούδια τα οποία η αλήθεια είναι ότι μου κινούν την περιέργεια όσον αφορά τη full-set (φαντάζομαι) επιστροφή που ο Αμερικανός έχει προαναγγείλει για το φθινόπωρο.
Όπως βέβαια και το ακυκλοφόρητο κομμάτι που έριξε την αυλαία, με το στιχάκι “all on board” να ταιριάζει απόλυτα με την εικόνα που παρατηρούσες εκείνη την ώρα στο Γήπεδο Tae Kwon Do, το οποίο γέμιζε σιγά σιγά.
Από εκεί και πέρα, είναι ηλίου φαεινότερο πως το legacy των MADRUGADA μεγάλωσε ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα μετά τη διάλυσή τους και αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της σχέσης αγάπης και αλληλοσεβασμού που ανέπτυξε και διατήρησε όλα αυτά τα χρόνια με το κοινό ο Sivert Høyem, ένας αληθινά σεμνός καλλιτέχνης και άνθρωπος, όπως και της εύκολης, πλέον, διάδοσης της (όποιας) πληροφορίας.
Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι Madrugada γέμισαν εμφατικά δύο σερί μέρες το Tae Kwon Do, όπως και το PAOK Sports Arena στη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιώντας τις μεγαλύτερες έως τώρα headlining εμφανίσεις τους στην Ελλάδα.
Με δύο ντράμερ στην “αθηναϊκή” σύνθεσή τους (δύο από τους τρεις, δηλαδή, που είχαν ποτέ), τον Jon Lauvland Pettersen και τον Erland Dahlen, ήχο-μπόμπα και εξαίρετα video projections και light show, οι Madrugada υπέγραψαν ξανά μια νύχτα που οδήγησε σε αυτό το ρημαδιασμένο “νωρίς το πρωί” που λέει και το όνομά τους, και το οποίο κάθε φορά νιώθουμε να έρχεται με τα τραγούδια τους.
Όπως τότε, μια 20ετία πριν, που έγραψαν το “Electric” στον τελευταίο όροφο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου και το έπαιζαν όλο το βράδυ με σβηστά φώτα για χάρη της πόλης, βλέποντας αυτοκίνητα και τρένα να περνούν, κάτι που αποτέλεσε και ενός είδους έμπνευση για τον τίτλο του ντεμπούτου τους “Industrial Silence”, όπως ανέφερε ο ίδιος ο Sivert Høyem. Βάλε να ακούσεις το τραγούδι και κάνε το εικόνα. Τέσσερις νέοι μέσα σε μια παρατεταμένη, οργασμική, νυχτερινή “βιομηχανική σιωπή”, έτοιμοι να ανοίξουν τα φτερά τους και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να αρκούν για να περιγράψουν το πώς νιώσαμε αυτό το διήμερο που οι Madrugada έπαιξαν για μας, σε μια διαφορετική πόλη από αυτή που γράφτηκε το πρώτο “πραγματικό τους” κομμάτι, αλλά εντέλει στη “δική τους” πόλη, που τους αγκάλιασε σφιχτά σαν παιδί της.
Όμως, θα ήταν κρίμα να μην αναφερθούμε ξανά στη βασανιστική κλιμάκωση του “Strange Colour Blue” και στο υπέρτατο “Salt”, δύο τραγούδια που αγαπήθηκαν όσο λίγα και μαζί με το πανέμορφο “Sirens”, έβγαλαν, από το ξεκίνημα κιόλας της πορείας του γκρουπ, όλο το σκοτεινό, μελαγχολικό, τρομακτικό ίσως, πρόσωπό των Madrugada.
Όπως και στο “Norwegian Hammerworks Corp.”, μια από τις λίγες, η αλήθεια είναι, ολότελα ηλεκτρικές στιγμές του set, το οποίο αν ήταν κάπως διαφοροποιημένο στο δεύτερο μέρος, μετά δηλαδή την παρουσίαση του “Industrial Silence” στην ολότητά του, και περιλάμβανε μερικές περισσότερο ξεσηκωτικές στιγμές στη θέση των, καθ’ όλα όμορφων φυσικά, μπαλαντών, μάλλον δεν θα καταφέρναμε να φύγουμε ποτέ από το Φάληρο.
Όπως και να έχει, το “Black Mambo” με τον Høyem να κατεβαίνει από τη σκηνή, η φοβερή live εκτέλεση του “Only When You’re Gone”, προφανώς το “Honey Bee” και το “Majesty”, και εννοείται το “The Kids Are on High Street” με τον Sivert να ξανακατεβαίνει και το γήπεδο να λούζεται με sparkles, αποτέλεσαν ένα ιδανικό soundtrack για το, τύποις ανοιξιάτικο και πρακτικά φθινοπωρινό, βράδυ Δευτέρας, μιας Δευτέρας εντελώς διαφορετικής από τις συνηθισμένες, που μακάρι να έρθει ξανά σύντομα. Κι ας είναι ό,τι μέρα θέλει…
“Holding on to you again”, όπως λένε, άλλωστε, και οι φίλοι μας οι Madrugada.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης